σοδ(ε)ιά

σοδ(ε)ιά
η см. σόδ(ε)ιασμα;

καλή σοδ(ε)ιά! — хорошего урожая! (пожелание)


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "σοδ(ε)ιά" в других словарях:

  • άζος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ιδρυτής της φρυγικής πόλης Αζείας, κοντά στην Τροία. Ο Ά. έφερε στους Τρώες το Παλλάδιον, ξύλινο ομοίωμα της Παλλάδας, που είχε την ιδιότητα να προστατεύει την πόλη από τους εχθρούς της. Αργότερα, οι κάτοικοι της πόλης… …   Dictionary of Greek

  • άοζος — (I) ἄοζος, ο (Α) θεράπων, υπηρέτης, ακόλουθος, ειδικά αυτός που προσφέρει υπηρεσίες σε ναό. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για μεταομηρικό επιτατικό τ. του όζος «κλάδος, βλαστός γόνος, σύντροφος» με α αθροιστικό, πιθ. από επίδραση του ρ. αοσσέω «βοηθώ» κατ… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»